Η αλβουμίνη μια εξαιρετικά σημαντική πρωτεΐνη και αποτελεί τη μεγαλύτερη σε ποσότητα πρωτεΐνη του ανθρώπινου πλάσματος. Συγκεκριμένα, αντιπροσωπεύει περίπου το 60% της συνολικής πρωτεΐνης στο πλάσμα, με φυσιολογικές τιμές που κυμαίνονται από 3,5 έως 5 g/dL.
Πρωτεΐνη | Φυσιολογικές Τιμές |
---|---|
Αλβουμίνη | 3,5 – 5 g/dL |
Είναι σημαντικό να ξεχωρίσουμε την αλβουμίνη του ανθρώπινου πλάσματος από άλλες πρωτεΐνες που φέρουν το όνομα “αλβουμίνες”. Αν και ανήκουν στην ίδια οικογένεια πρωτεϊνών, δεν είναι τα ίδα μόρια. Σε αυτό το άρθρο, θα επικεντρωθούμε στην ανθρώπινη αλβουμίνη. Άλλοι τύποι αλβουμίνης περιλαμβάνουν την αλβουμίνη των βοοειδών καθώς και την ωοαλβουμίνη, που βρίσκεται στο ασπράδι του αυγού.
Η ανακάλυψη της ανθρωπινης αλβουμίνης έγινε από τον Βρετανό γιατρό Richard Bright, ο οποίος το 1827 εντόπισε μια πρωτεΐνη στα ανθρώπινα ούρα που πήζει με τη θέρμανση και μοιάζει με το ασπράδι αυγού.
Βιολογικός Ρόλος της Αλβουμίνης
Η αλβουμίνη αποτελείται από 585 αμινοξέα και είναι μια σφαιρική πρωτεΐνη με υψηλή διαλυτότητα στο νερό, γεγονός που την καθιστά υδρόφιλη. Βιολογικά, είναι λογικό μια πρωτεΐνη που κυκλοφορεί στο αίμα —το οποίο αποτελείται κατά 60% από νερό— να είναι υδρόφιλη, καθώς αυτό της επιτρέπει να διαλύεται στο πλάσμα και να κινείται άνετα μέσω της κυκλοφορίας του αίματος.
Η αλβουμίνη παράγεται από τα κύτταρα του ήπατος, τα οποία εκκρίνουν περίπου 10-15 γραμμάρια αλβουμίνης την ημέρα απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος. Σε αντίθεση με άλλες πρωτεΐνες που αποθηκεύονται στο συκώτι, η αλβουμίνη δεν αποθηκεύεται σε μεγάλες ποσότητες αλλά εκκρίνεται άμεσα στο αίμα, ώστε να διατηρούνται τα επίπεδά της στο πλάσμα σταθερά.
Η αλβουμίνη έχει διάρκεια ζωής στο πλάσμα περίπου 15-20 ημέρες. Κάθε κύτταρο του σώματός μας μπορεί να προσλάβει την αλβουμίνη και να την αποδομήσει. Κατά τη διαδικασία της αποδόμησης, τα κύτταρα τη διασπούν στα βασικά συστατικά της, τα αμινοξέα. Τα αμινοξέα αυτά μπορούν στη συνέχεια να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία νέων πρωτεϊνών ή άλλων απαραίτητων μορίων που χρειάζεται ο οργανισμός.
Πέρα από το ρόλο της ως “μεταφορέας” αμινοξέων για τη δημιουργία πρωτεϊνών, η αλβουμίνη έχει και άλλες σημαντικές λειτουργίες για τον οργανισμό.
Παίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της οσμωτικής πίεσης του πλάσματος, δηλαδή της πίεσης που βοηθά να συγκρατούνται τα υγρά εντός των αιμοφόρων αγγείων. Όταν τα επίπεδα αλβουμίνης μειώνονται, η οσμωτική πίεση του πλάσματος επίσης μειώνεται, επιτρέποντας στον ορό να διαρρέει από τα αγγεία προς τον χώρο ανάμεσα στους ιστούς, προκαλώντας οίδημα (πρήξιμο).
Επιπλέον, η αλβουμίνη λειτουργεί ως μεταφορέας ουσιών, όπως ορμόνες, φάρμακα, και λιπαρά οξέα, διευκολύνοντας τη μεταφορά τους μέσω του αίματος προς τους ιστούς που τα χρειάζονται.
Αίτια Χαμηλής Αλβουμίνης-Υποαλβουμιναιμία
Η συγκέντρωσης της αλβουμίνης στο αίμα διατηρείται σε σταθερά επίπεδα υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ο οργανισμός παράγει καθημερινά περίπου 10-15 γραμμάρια αλβουμίνης και καταναλώνει αντίστοιχη ποσότητα για να δημιουργήσει νέες πρωτεΐνες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις τα επίπεδα αλβουμίνης μπορεί να μειωθούν στο αίμα, κάτι που συχνά οφείλεται είτε σε μείωση της παραγωγής της είτε σε αύξηση της αποδόμησής της.
Οι αιτίες της χαμηλής αλβουμίνης μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: μείωση της παραγωγής και αύξηση της απώλειας ή μειωμένη απορρόφηση.
Υποαλβουμιναιμία Λόγο Μειωμένης Παραγωγής Αλβουμίνης
- Ηπατική Νόσος: Η αλβουμίνη παράγεται κυρίως από το ήπαρ, επομένως ασθένειες του ήπατος, όπως η κίρρωση ή η ηπατίτιδα, μπορούν να μειώσουν την παραγωγή της. Σε αυτές τις καταστάσεις, το ήπαρ αδυνατεί να συνθέσει επαρκείς ποσότητες αλβουμίνης, οδηγώντας σε μείωση των επιπέδων της στο αίμα.
- Υποσιτισμός: Η αλβουμίνη αποτελεί πρωτεΐνη που χρειάζεται αμινοξέα για να παραχθεί. Σε καταστάσεις υποσιτισμού, όπου ο οργανισμός δεν λαμβάνει αρκετή πρωτεΐνη μέσω της τροφής, τα επίπεδα αλβουμίνης μπορεί να πέσουν λόγω έλλειψης απαραίτητων πρώτων υλών.
- Χρόνιες Φλεγμονώδεις Καταστάσεις: Σε χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους, όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα ή αυτοάνοσα νοσήματα, ο οργανισμός δίνει προτεραιότητα σε άλλες πρωτεΐνες για την ανοσολογική απόκριση, μειώνοντας έτσι την παραγωγή αλβουμίνης.
- Νεοπλασίες: Ο Καρκίνος μπορεί να προκαλέσει μείωση της παραγωγής αλβουμίνης, είτε λόγω της καταβολικής κατάστασης που προκαλεί ένας καρκίνος στο σώμα είτε λόγω της αρνητικής επίδρασης που μπορεί να έχει ο όγκος στο ήπαρ.
Υποαλβουμιναιμία Λόγο Αυξημένης Απώλειας ή Μειωμένης Απορρόφησης Αλβουμίνης
- Νεφρωσικό Σύνδρομο: Στα νεφρωσικά σύνδρομα, η αλβουμίνη αποβάλλεται σε μεγάλες ποσότητες μέσω των ούρων λόγω βλάβης στα σπειράματα των νεφρών, κάτι που οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα στο αίμα.
- Γαστρεντερικές Απώλειες: Σε ορισμένες ασθένειες του πεπτικού, όπως η νόσος του Crohn ή η ελκώδης κολίτιδα, η αλβουμίνη μπορεί να χάνεται μέσω των εντέρων, μια κατάσταση γνωστή ως εντεροπάθεια απώλειας πρωτεϊνών.
- Εκτεταμένα Εγκαύματα: Τα σοβαρά εγκαύματα οδηγούν σε απώλεια μεγάλων ποσοτήτων πρωτεϊνών, συμπεριλαμβανομένης της αλβουμίνης, λόγω της διαρροής υγρών από το κατεστραμμένο δέρμα.
- Χρόνια Αιμορραγία: Η μακροχρόνια απώλεια αίματος, ακόμη και σε μικρές ποσότητες, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αλβουμίνης, καθώς ο οργανισμός χάνει πρωτεΐνες με κάθε αιμορραγία.
- Απορρόφηση από τους Ιστούς σε Καταστάσεις Σοκ ή Οξείας Φλεγμονής: Σε καταστάσεις σοβαρού τραύματος ή σήψης, η αλβουμίνη μπορεί να μετατοπιστεί από το αίμα προς τους ιστούς, μειώνοντας τα επίπεδα της στο πλάσμα.
Χαμηλή Αλβουμίνη στο Αίμα: Συμπτώματα και Επιπλοκές
Όταν τα επίπεδα της αλβουμίνης στο αίμα είναι χαμηλά (υποαλβουμιναιμία), μπορεί να εμφανιστούν διάφορα συμπτώματα και επιπλοκές που επηρεάζουν την υγεία. Οι επιδράσεις αυτές οφείλονται κυρίως στην απώλεια της ικανότητας συγκράτησης των υγρών και στη μειωμένη ικανότητα μεταφοράς θρεπτικών και άλλων ουσιών στο σώμα.
- Οίδημα (Πρήξιμο)
Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της χαμηλής αλβουμίνης είναι το οίδημα, που εμφανίζεται συνήθως στα πόδια και στους αστραγάλους. Η αλβουμίνη συμβάλλει στη διατήρηση της ωσμοτικής πίεσης, η οποία κρατά τα υγρά εντός των αιμοφόρων αγγείων. Όταν η αλβουμίνη είναι χαμηλή, η πίεση αυτή μειώνεται, με αποτέλεσμα τα υγρά να διαρρέουν στους ιστούς, προκαλώντας πρήξιμο. Σε σοβαρές περιπτώσεις, το οίδημα μπορεί να εμφανιστεί και στην κοιλιά (ασκίτης) ή στους πνεύμονες (πνευμονικό οίδημα), δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα αναπνοής. - Πτώση της Πίεσης του Αίματος
Η απώλεια της ικανότητας συγκράτησης των υγρών μέσα στα αιμοφόρα αγγεία μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της αρτηριακής πίεσης. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ζαλάδα, αίσθημα λιποθυμίας και αδυναμία, ειδικά όταν το άτομο σηκώνεται απότομα. - Κακή Επούλωση Πληγών
Η αλβουμίνη παίζει σημαντικό ρόλο στην επούλωση των πληγών, καθώς παρέχει αμινοξέα που απαιτούνται για την αναδόμηση των ιστών. Σε περιπτώσεις χαμηλής αλβουμίνης, η επούλωση μπορεί να είναι πιο αργή και οι πληγές να είναι πιο επιρρεπείς σε μολύνσεις.
Πώς να Αυξήσετε τα Επίπεδα της Αλβουμίνης στο Αίμα Όταν Είναι Χαμηλά
Όταν τα επίπεδα της αλβουμίνης είναι χαμηλά, μπορεί να προκαλέσουν οίδημα (πρήξιμο) και άλλες επιπλοκές. Ακολουθούν μερικές συμβουλές που μπορούν να βοηθήσουν να ανεβάσετε τα επίπεδα αλβουμίνης.
1. Υιοθετήστε μια Διατροφή Πλούσια σε Πρωτεΐνες.
Η αλβουμίνη παράγεται στο ήπαρ και απαιτεί αμινοξέα, τα οποία βρίσκονται σε πρωτεϊνούχες τροφές. Οι πρωτεΐνες υψηλής ποιότητας μπορούν να βοηθήσουν τον οργανισμό να παράγει περισσότερη αλβουμίνη. Τροφές που ενισχύουν την παραγωγή αλβουμίνης περιλαμβάνουν:
- Κρέας και ψάρι: Το κοτόπουλο, το μοσχάρι, ο σολομός και ο τόνος είναι καλές πηγές υψηλής ποιότητας πρωτεΐνης.
- Αυγά: Περιέχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα για την παραγωγή αλβουμίνης.
- Γαλακτοκομικά προϊόντα: Το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί παρέχουν πρωτεΐνες που συμβάλλουν στην αύξηση της αλβουμίνης.
- Όσπρια: Οι φακές, τα ρεβίθια και τα φασόλια είναι επίσης καλές πηγές φυτικής πρωτεΐνης.
2. Αντιμετώπιση Υποκείμενων Ασθενειών
Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται οι υποκείμενες παθήσεις που μπορεί να προκαλούν χαμηλή αλβουμίνη, όπως οι ηπατικές νόσοι, οι νεφροπάθειες και τα φλεγμονώδη νοσήματα. Η κατάλληλη θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των επιπέδων της αλβουμίνης και να αποκαταστήσει τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, ώστε να παράγουν και να διατηρούν επαρκή επίπεδα αλβουμίνης.
3. Αποφυγή Υπερβολικής Κατανάλωσης Αλκοόλ
Το αλκοόλ επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία του ήπατος και, κατά συνέπεια, τη σύνθεση της αλβουμίνης. Για να αυξήσετε τα επίπεδα της αλβουμίνης, είναι σημαντικό να περιορίσετε την κατανάλωση αλκοόλ ή, αν είναι δυνατόν, να το αποφύγετε τελείως. Αυτό δίνει στο ήπαρ την ευκαιρία να λειτουργεί πιο αποδοτικά και να παράγει αλβουμίνη σε φυσιολογικά επίπεδα.
4. Συμπληρώματα Πρωτεΐνης
Σε περιπτώσεις που η διατροφή δεν επαρκεί για την κάλυψη των πρωτεϊνικών αναγκών, μπορεί να συσταθεί η χρήση συμπληρωμάτων πρωτεΐνης. Συμπληρώματα όπως η σκόνη πρωτεΐνης ορού γάλακτος (whey protein) μπορούν να βοηθήσουν τον οργανισμό να πάρει τα αμινοξέα που χρειάζονται για τη σύνθεση της αλβουμίνης. Ωστόσο, η λήψη συμπληρωμάτων πρέπει να γίνεται με τη σύσταση του γιατρού ή του διαιτολόγου.
5. Ολικής Διατροφικής Υποστήριξης
Σε σοβαρές περιπτώσεις χαμηλής αλβουμίνης, όπως όταν υπάρχουν προβλήματα με την απορρόφηση ή την επεξεργασία πρωτεϊνών, ο γιατρός μπορεί να προτείνει παρεντερική διατροφική υποστήριξη. Αυτές οι θεραπείες παρέχουν στον οργανισμό τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία, βελτιώνοντας την παραγωγή της αλβουμίνης και τη γενική θρέψη του οργανισμού.
Λίγα Λόγια για την Ενδοφλέβια Αλβουμίνη
Η ανθρώπινη αλβουμίνη είναι διαθέσιμη σε ενδοφλέβια μορφή και χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ιατρική πρακτική. Η πρώτη χρήση ενδοφλέβιας αλβουμίνης έγινε το 1941, σε επτά ασθενείς με σοβαρά εγκαύματα κατά την επίθεση στο Pearl Harbor.
Γιατί η Ενδοφλέβια Αλβουμίνη δεν Χρησιμοποιείται για την Αντιμετώπιση Χρόνιας Υποαλβουμιναιμίας
Η ενδοφλέβια αλβουμίνη δεν αποτελεί λύση για τη διόρθωση της χρόνιας υποαλβουμιναιμίας. Αυτό συμβαίνει διότι οποιαδήποτε βελτίωση στα επίπεδα της αλβουμίνης στο αίμα μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης είναι προσωρινή σε περιπτώσεις χρόνιας πάθησης. Ο οργανισμός θα διασπάσει τη χορηγούμενη αλβουμίνη μέσα σε λίγες ώρες, οδηγώντας και πάλι σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, η ενδοφλέβια αλβουμίνη είναι σχετικά ακριβή και δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για τη μακροχρόνια αύξηση των επιπέδων αλβουμίνης.
Κλινικές Χρήσεις της Ενδοφλέβιας Αλβουμίνης
Η ενδοφλέβια αλβουμίνη χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες καταστάσεις που απαιτούν άμεση υποστήριξη του όγκου του αίματος και της ογκοτικής πίεσης. Οι βασικές ενδείξεις περιλαμβάνουν:
- Υποογκαιμικό Σοκ: Χορηγείται για την αποκατάσταση του όγκου του αίματος σε περιπτώσεις σοβαρής απώλειας αίματος ή υγρών.
- Ασκίτης λόγω Ηπατικής Κίρρωσης: Χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια παρακέντησης μεγάλου όγκου για την πρόληψη του ηπατονεφρικού συνδρόμου.
- Σοβαρά Εγκαύματα: Χρησιμοποιείται για την αναπλήρωση πρωτεϊνών και τη διατήρηση της ογκοτικής πίεσης, καθώς τα εγκαύματα προκαλούν σημαντική απώλεια υγρών και πρωτεϊνών από το δέρμα.
- Σήψη και Σύνδρομο Πολυοργανικής Ανεπάρκειας: Χορηγείται για τη διατήρηση της ογκοτικής πίεσης και την υποστήριξη της κυκλοφορίας του αίματος σε ασθενείς με αυξημένη διαπερατότητα των αγγείων λόγω της φλεγμονώδους απόκρισης του οργανισμού.
Συμπέρασμα
Η αλβουμίνη είναι μια εξαιρετικά σημαντική πρωτεΐνη του ανθρώπινου πλάσματος, με ποικίλους βιολογικούς ρόλους, όπως η διατήρηση της οσμωτικής πίεσης και η μεταφορά ουσιών στο αίμα. Οι διαταραχές στα επίπεδα της αλβουμίνης μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά συμπτώματα και επιπλοκές, όπως οίδημα, αδυναμία και αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων. Η ενίσχυση των επιπέδων της αλβουμίνης απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση, που περιλαμβάνει κατάλληλη διατροφή, θεραπεία των υποκείμενων αιτίων και, σε οξείες περιπτώσεις, χρήση ενδοφλέβιας αλβουμίνης